ἑλλεϐορίτης

ἑλλεϐοροδότης

ἑλλεϐοροποσία
ἑλλεϐορο·δότης, ου () qui administre de l’ellébore (médecin) Gal. 6, 22c.
Étym. ἑλλέϐορος, δίδωμι.