ἑπτακαίδεκα

ἑπτακαιδεκαέτης

ἑπτακαιδεκάκις
ἑπτακαιδεκα·έτης, ης, ες [τᾰ] âgé de dix-sept ans, DS. 2, 2.
Étym. ἑ. ἔτος.