Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑρπάκανθα
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετό·δηκτος,
ος, ον,
mordu par un reptile,
Diosc.
3, 79
.
Étym.
ἑρπετόν, δάκνω
.