ἑρπηστής

ἑρπηστικός

ἕρπιλλα
ἑρπηστικός, ή, όν, enclin à ramper ; subst. τὰ ἑρπηστικά, Hpc. Coac. 220e, ulcères rongeurs.
Étym. ἕρπω.