ἑστιατορία

ἑστιατόριον

ἑστιατορίς
ἑστιατόριον, ου (τὸ) [] salle de festin, salle à manger, Thpp. (Ath. 531f) ; DH. 2, 23 ; Plut. M. 146c.
Étym. ἑστιάτωρ.