Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιατορίς,
ίδος
(
ἡ
) [
ᾱ
] sorte de plante,
Plin.
H.N.
24, 102
.
Étym.
ἑστιάτωρ
.