ἑτεραλκής

ἑτεράριθμος

ἑτερεγκεφαλάω-ῶ
ἑτερ·άριθμος, ος, ον [] de nombre différent, Phœbamm. 8, 503 W.
Étym. ἕτ. ἀριθμός.