ἑτεράριθμος

ἑτερεγκεφαλάω-ῶ

ἑτερειδής
ἑτερ·εγκεφαλάω-ῶ [φᾰ] avoir la migraine, c à d. avoir la tête mal équilibrée, Ar. fr. 611.
Étym. ἕτ. ἐγκέφαλον.