Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτερόγονος
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω-ῶ
ἑτερο·δίδακτος,
ος, ον
[
ῐ
] enseigné par un autre,
p. opp. à
αὐτοφυής,
Olympiod.
Plat. 1 Alc.
p. 11
.
Étym.
ἕ. διδάσκω
.