ἑτερογενῶς

ἑτερόγλαυκος

ἑτερόγλωσσος
ἑτερό·γλαυκος, ος, ον, qui a l’un des deux yeux bleu, Arstt. G.A. 5, 1, 18.
Étym. ἕ. γλαυκός.