ἑτερόγλαυκος

ἑτερόγλωσσος

ἑτερογλώσσως
ἑτερό·γλωσσος, att. -ωττος, ος, ον, qui parle une autre langue, Pol. 24, 9, 5 ; Str. 333 ; NT. 1 Cor. 14, 21.
Étym. ἕ. γλῶσσα.