Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτερό·καρπος,
ος, ον,
qui produit d’autres fruits,
Hpc.
245, 34
.
Étym.
ἕ. καρπός
.