ἑτερόκαρπος

ἑτεροκινησία

ἑτεροκίνητος
ἑτεροκινησία, ας () [κῑ] mouvement produit par une force étrangère, p. opp. à αὐτοκινησία, Procl. Plat. 1 Alc. p. 225.
Étym. ἑτεροκίνητος.