ἑτεροκινησία

ἑτεροκίνητος

ἑτεροκινήτως
ἑτερο·κίνητος, ος, ον [] mû par une force étrangère, Simpl. Epict. p. 365 ; Procl. Plat. Parm. 617 Stallb.
Étym. ἕ. κινέω.