ἑτερόκλιτος

ἑτεροκλονέω-ῶ

ἑτεροκνεφής
ἑτερο·κλονέω-ῶ, secouer d’un côté, Opp. C. 4, 204, conj. p. ἑτεροκλινέω.
Étym. ἕ. κλόνος.