Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτεροκρανικός
ἑτερο·κρανία,
ας
(
ἡ
) [
ρᾱ
] migraine,
cf.
ἡμικρανία,
Arét.
118 ;
Gal.
2, 261
.
Étym.
ἕ. κρανίον
.