ἑτεροκρανία

ἑτεροκρανικός

ἑτεροκράνιον
ἑτεροκρανικός, ή, όν [] sujet à la migraine, Antyll. (Orib. 2, 425, 2 B.-Dar.).
Étym. ἑτεροκρανία.