ἑτεροφροσύνη

ἑτερόφρων

ἑτερόφυλος
ἑτερό·φρων, ων, ον, gén. ονος, qui est en démence, Nonn. D. 9, 49 ; 12, 385 ; Triphiod. 439 ; Anth. 1, 19.
Étym. ἕ. φρήν.