Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτεροπροσώπως
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερό·πτολις,
ις, ι,
gén.
ιδος,
d’une autre ville,
Nonn.
D.
26, 14
.
Étym.
ἕ. πτόλις
.