Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρεπέω-ῶ
ἑτερό·πτωτος,
ος, ον,
qui se décline irrégulièrement,
comme
ὕδωρ, ὕδατος,
Dysc.
Pron.
271
c
,
274
c
.
Étym.
ἕ. πτωτός,
cf.
πτῶσις
.