ἑτερόπτολις

ἑτερόπτωτος

ἑτερορρεπέω-ῶ
ἑτερό·πτωτος, ος, ον, qui se décline irrégulièrement, comme ὕδωρ, ὕδατος, Dysc. Pron. 271c, 274c.
Étym. ἕ. πτωτός, cf. πτῶσις.