ἑτεροσχημάτιστον

ἑτεροσχήμων

ἑτεροταγής
ἑτερο·σχήμων, ων, ον, gén. ονος, de figure ou d’aspect différent, Th. H.P. 1, 10, 1 ; Luc. H. conscr. 51.
Étym. ἕ. σχῆμα.