ἑτερόστομος

ἑτερόστροφος

ἑτεροσχημάτιστον
ἑτερό·στροφος, ος, ον, qui se compose de deux strophes dissemblables, Héph. 9, 3 ; Sch.-Ar. Nub. 263.
Étym. ἕ. στροφή.