Ἑτοιμάριστος

ἑτοιμασία

ἑτοιμαστής
ἑτοιμασία, ας () [μᾰ]
1 intr. préparation, apprêt, Spt. Ps. 9, 41, etc. ||
2 diligence, promptitude, Jos. A.J. 10, 1, 2 ; πρός τι, Hpc. 24, 47, en vue de qqe ch.
Étym. ἑτοιμάζω.