ἑτοιμάζω

Ἑτοιμάριστος

ἑτοιμασία
Ἑτοιμ·άριστος, ου () [] Prêt-à-déjeuner, n. de parasite, Alciphr. 3, 55.
Étym. ἕτοιμος, ἄριστον.