ἑτοιμοκοπία

ἑτοιμοπειθής

ἕτοιμος
ἑτοιμο·πειθής, ής, ές, prêt à obéir, Hdn gr. Epim. p. 38 Boissonade.
Étym. ἕ. πείθομαι.