ἑτοιμοκόλλιξ

ἑτοιμοκοπία

ἑτοιμοπειθής
*ἑτοιμο·κοπία, seul. ion. -ίη, ίης () travail fait avec précipitation, Hpc. 28, 19.
Étym. ἕ. κόπος.