ἕτοιμος

ἑτοιμόσϐεστος

ἑτοιμότης
ἑτοιμό·σϐεστος, ος, ον, prêt à s’éteindre, Chrys. 9, 808 a Migne.
Étym. ἕ. σϐέννυμι.