ἑτοιμόσϐεστος

ἑτοιμότης

ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμότης, ητος ()
1 action d’être prêt : λόγων, Plut. M. 6e, facilité de parole ||
2 inclination, disposition à : πρός τι, Dém. 1268, 7 ; Plut. Cam. 32 ; au plur. M. Ant. 4, 12, à faire qqe ch.
Étym. ἕτοιμος.