ἑτοιμαστής

ἑτοιμοθάνατος

ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμο·θάνατος, ος, ον [ᾰᾰ] prêt à la mort, Str. 713.
Étym. ἕτοιμος, θάνατος.