ἑτοιμοθάνατος

ἑτοιμοκόλλιξ

ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμο·κόλλιξ, ικος () qui partage volontiers son pain, Com. (Com. fr. 4, 645, 163).
Étym. ἕ. κόλλιξ.