ἑξαδακτυλιαῖος

ἑξαδάκτυλος

ἑξάδαρχος
ἑξα·δάκτυλος, ος, ον [ᾰδῠ]
1 qui a six doigts, Gal. 2, 278b ||
2 long de six doigts, Hpc. 574, 1 ; 587, 45 ; DL. 4, 34 ; Diosc. 4, 43 ; Orib. 2, 174, 4 B.-Dar.
Étym. ἕξ, δάκτυλος ; cf. ἑξδάκτυλος.