ἱερακοτρόφος

ἱερακώδης

Ἱεραμένης
ἱερακώδης, ης, ες [ῐᾱ] semblable à l’épervier, au faucon, Eun. (Phot. Bibl. 54, 14).
Étym. ἱέραξ, -ωδης.