ἱερόδακρυς

ἱεροδιδάσκαλος

ἱεροδόκος
ἱερο·διδάσκαλος, ου () [δῐκᾰ] qui enseigne les choses sacrées, DH. 2, 73.
Étym. ἱ. διδάσκαλος.