ἱεροφοιτάω

ἱεροφυλάκιον

ἱεροφύλαξ
ἱεροφυλάκιον, ου (τὸ) [ῠᾰ] trésor des objets sacrés, DH. 2, 70.
Étym. ἱεροφύλαξ.