ἱεροθαλλής

ἱεροθετέω-ῶ

ἱεροθύσιον
ἱεροθετέω-ῶ, instituer des cérémonies sacrées, Arstt. fr. 404.
Étym. *ἱεροθέτης, de ἱ. τίθημι.