ἱεροθετέω-ῶ

ἱεροθύσιον

ἱεροθυτέω-ῶ
ἱεροθύσιον, ου (τὸ) [] lieu pour les sacrifices, en Messénie, Paus. 4, 32, 1.
Étym. ἱερόθυτος.