ἱκτήρ

ἱκτήριος

ἴκτιν
ἱκτήριος, α, ον :
1 c. ἱκετήριος, de suppliant, Soph. O.R. 3 ; subst. οἱ ἱκτ. Soph. O.R. 327, les suppliants ||
2 ἡ ἱκτηρία, c. ἱκετηρία, rameau de suppliant, Eschl. Suppl. 192 ; p. anal, en parl. de pers. (v. ἱκετηρία) Dém. 1078, 26.
Étym. ἱκτήρ.