ἱλαρός

ἱλαρότης

ἱλαρόω-ῶ
ἱλαρότης, ητος () [ῐᾰ] gaîté, Plut. Ages. 2 ; Spt. Prov. 18, 22 ; NT. Rom. 12, 8.
Étym. ἱλαρός.