ἱλαρότης

ἱλαρόω-ῶ

ἱλαρύνω
ἱλαρόω-ῶ [ῐᾰ] réjouir, égayer, Spt. Sir. 7, 24 ; 32, 11 ; 43, 22.
Étym. ἱλαρός.