Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιο·κάπηλος,
ου
(
ὁ
)
[
ῑᾰᾰ
] marchand fripier,
Luc.
M. cond.
38,
etc.
Étym.
ἱμάτιον, κάπηλος
.