Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱμάτιον
ἱματιο·κλέπτης,
ου
(
ὁ
)
[
ῑᾰ
] voleur de vêtements,
DL.
6, 52
.
Étym.
ἱ. κλέπτης
.