ἱματιοφυλακέω-ῶ

ἱματιοφύλαξ

ἱματισμός
ἱματιο·φύλαξ, ακος () [ῑᾰῠᾰκ] préposé à la garde-robe, Spt. 2 Reg. 22, 14 ; 2 Par. 34, 22.
Étym. ἱ. φυλάσσω.