ἱματιουργική

ἱματιοφυλακέω-ῶ

ἱματιοφύλαξ
ἱματιοφυλακέω-ῶ [ῑᾰῠᾰ] être préposé à la garde-robe, Luc. Hipp. 8.
Étym. ἱματιοφύλαξ.