ἱματιόπωλις

ἱματιουργική

ἱματιοφυλακέω-ῶ
ἱματιουργική, ῆς () [ῑᾰ] s. e. τέχνη, l’art du tailleur, Plat. Pol. 280a.
Étym. ἱ. ἔργον.