ἱπποτόκος

ἱπποτοξότης

ἱπποτραγέλαφος
ἱππο·τοξότης, ου () archer à cheval, Hdt. 4, 46 ; 9, 49 ; Thc. 2, 96 ; Lys. 144, 39 ; Ar. Av. 1179.
Étym. ἵ. τοξότης.