ἱπποτοξότης

ἱπποτραγέλαφος

ἱπποτροφεῖον
ἱππο·τραγέλαφος, ου () [ᾰᾰ] animal fantastique, à la fois cheval, bouc et cerf, Philém. (Ath. 497f).
Étym. ἵ. τράγος, ἔλαφος.