Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἱπποτροφία
ἱπποτροφική
ἱπποτρόφος
ἱπποτροφική,
ῆς
(
ἡ
)
(
s. e.
τέχνη
) l’art d’élever les chevaux,
Clém.
338
.
Étym.
ἱπποτρόφος
.