ἱστίον

ἱστιοποιέω-ῶ

ἱστιορράφος
ἱστιο·ποιέω-ῶ (part. pf. pass. ἱστιοπεποιημένος) garnir de voiles, Str. 691.
Étym. ἱστίον, ποιέω.