ἱστιοποιέω-ῶ

ἱστιορράφος

ἱστοϐοεύς
ἱστιο·ρράφος, ου () [] qui coud des toiles à voile, fig. c. à d. arrangeur de ficelles, charlatan, Ar. Th. 935.
Étym. ἱστίον, ῥάπτω.