ἱστοπονία

ἱστοπόνος

ἱστόπους
ἱστο·πόνος, ος, ον, qui travaille à la toile, qui sert au travail de la toile, Anth. 6, 247 ; 9, 778 ; Man. 4, 423.
Étym. ἱ. πονέω.